εφιδρώνω

εφιδρώνω
[-ώ (ο)] αμετ. потеть, покрываться потом, испариной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εφιδρώνω" в других словарях:

  • διατμίζω — (Α) [ατμίζω] 1. μεταβάλλομαι σε ατμό, εξατμίζομαι 2. αποβάλλω με μορφή ατμού 3. παθ. εφιδρώνω …   Dictionary of Greek

  • εφιδρωτικός — ή, ό [εφιδρώνω] αυτός που επιφέρει εφίδρωση, ο ιδρωτικός («εφιδρωτικό φάρμακο») …   Dictionary of Greek

  • εφιδρώ — και εφιδρώνω (Α ἐφιδρῶ και ιων. τ. ἐπιδρῶ, όω) ιδρώνω αρχ. 1. ιδρώνω επί πλέον ή κατόπιν 2. παθ. ἐφιδροῡμαι, όομαι ιδρώνω συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱδρῶ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»